σκούξιμο — το, Ν 1. δυνατή και γοερή κραυγή 2. συνεκδ. θρήνος, οιμωγή, ολοφυρμός 3. (για σκυλιά, λύκους και άλλα ζώα) ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έ σκουξ α, αόρ. τού ρ. σκούζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. σπρώξιμο)] … Dictionary of Greek
λήκημα — λήκημα, τὸ (Α) [ληκάω] 1. λαγνεία, πορνεία 2. (κατά δ. ερμ.) κραυγή, σκούξιμο … Dictionary of Greek
ολολυγή — η (Α ὀλολυγή) [ολολύζω] νεοελλ. γοερός θρήνος, ολοφυρμός, οιμωγή, οδυρμός, σκούξιμο αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως γυναικών, που επικαλούνται κάποια θεότητα («αἱ δ ὁλολυγῆ πᾱσαι Ἀθήνη χεῑρας ἀνέσχον», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγή χαράς («συν τ εὔγμασι σὺν τ… … Dictionary of Greek
ολολυγμός — ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω] ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.) 2. θριαμβευτικό άσμα … Dictionary of Greek
ολοφυρμός — ο (Α ὀλοφυρμός) [ολοφύρομαι] γοερό κλάμα, γοερή κραυγή, σκούξιμο, οδυρμός, θρήνος … Dictionary of Greek
ούρλιασμα — και ουρλιαχτό, το [ουρλιάζω] 1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο 2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή … Dictionary of Greek
ρέκασμα — το, Ν [ρεκάζω] θρήνος, σκούξιμο … Dictionary of Greek
σκουξιά — η, Ν σκούξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έ σκουξ α, αόρ. τού ρ. σκούζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
σκουσμός — ο, Ν [σκούζω] σκούξιμο («ουρλιάσματα, σκουξίματα, σκουσμοί», Σαίξπηρ, μετφρ. Θεοτόκ.) … Dictionary of Greek
γρύλισμα — το 1. η φωνή, το σκούξιμο του χοίρου και κατ’ επέκταση και άλλων ζώων. 2. το μουρμούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)